παστιλλώ

παστιλλώ
-όω, Α [πάστιλλος]
βράζω υλικά ώστε να γίνουν μια πηκτή μάζα («τὸ μέλι παστελώσας ἕνωσον καὶ ποιήσας κοκκία δίδου», Αλέξ.Τράλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”